Η εβδομάδα που πέρασε ήταν αφιερωμένη στα μικρά βιβλιοπωλεία της γειτονιάς μας. Με αφορμή αυτή τη γιορτή, βρέθηκα σε ένα από αυτά και μίλησα με την ιδιοκτήτρια, την κα. Δέσποινα Τιμοθεάτου. Η επιλογή μου, βέβαια, δεν ήταν τυχαία. Η Δέσποινα, αν και την ξέρω ελάχιστα, από την πρώτη στιγμή μου έδωσε την εντύπωση ότι κάνει μια δουλειά που αγαπάει πολύ. Ο τρόπος που επικοινωνούσε, ο τρόπος που μιλούσε για τα βιβλία που μου πρότεινε, έδειχνε έναν άνθρωπο που είχε όρεξη και μεράκι, που ήταν χαρούμενη κι πολύ δοτική. Σπάνια χαρακτηριστικά για τις μέρες μας! Και, φυσικά, δεν είναι τυχαίο που έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν χώρο που προβάλλει την Τέχνη και τον Πολιτισμό, κι όχι μια απλή επιχείρηση, καθώς και η ίδια δεν αισθάνεται… έμπορος.
Η Δέσποινα, πριν από δύο χρόνια, αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της, να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, αφήνοντας πίσω της μια πολύ καλή θέση σε φαρμακευτική εταιρεία, όπως επίσης κι έναν μεγάλο μισθό. Αφορμή, όπως είπε, ήταν η καραντίνα. Πώς μια πανδημία μπορεί να γίνει έμπνευση, ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί!
Διαβάστε τη συνέντευξη και θα καταλάβετε πολλά!
Ι: Πριν από δύο περίπου χρόνια ανοίξατε το βιβλιοπωλείο, αφήνοντας μια “καλή” δουλειά. Ποιο, λοιπόν, ήταν το κίνητρό σας για μια τέτοια αλλαγή στη ζωή σας;
Δ: Η πανδημία ήταν η έμπνευσή μου. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι, κάτι δικό μου. Με την προηγούμενη δουλειά μου δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ήμουν σε μια πολύ καλή θέση σε φαρμακευτική εταιρεία, με πολλή έρευνα και αρκετές δημοσιεύσεις. Αγαπούσα τη δουλειά μου, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, και, τώρα, πολλές φορές μου λείπει. Όμως, με την πανδημία άρχισε ένας προβληματισμός για το τι ξημερώνει αύριο, πού πάμε, τι θα γίνει, υπήρχε μεγάλη ανασφάλεια. Άρχισα, έτσι, να σκέφτομαι ότι θα ήθελα να κάνω κάτι που να έχει συνέχεια. Να μπορώ να το δώσω και στις κόρες μου. Το βιβλιοπωλείο ήρθε στο μυαλό, καθώς αγαπώ πολύ το διάβασμα, και λέω…μήπως; Κι όταν τελικά το αποφάσισα, είπα πως τούτο, θα είναι το καράβι μου! Το καράβι που θα με πάει στη δική μου Ιθάκη! Γι’ αυτό και το σήμα κατατεθέν του βιβλιοπωλείου είναι η γνωστή ρήση του Κ. Π. Καβάφη «Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη». Μάλιστα, στις αρχές, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, έλεγα ότι τώρα βρίσκομαι στο νησί της Κίρκης για αυτό και δε δουλεύει τίποτα. Ψυχραιμία, όμως, θα τα καταφέρουμε, έλεγα. Με τον τρόπο αυτό αποστασιοποιείσαι από το πρόβλημα, το βλέπεις ως μέρος της διαδρομής, και είναι πιο βατό. Αντιμετωπίζοντας, έτσι, όλα τα προβλήματα, σιγά σιγά κτίζεις κάτι καλό κι αρχίζει και δουλεύει ομαλά. Όταν, λοιπόν, ξεκινήσεις να πας κάπου, έρχονται και τα βήματα. Αν δεν ξεκινήσεις να κάνεις την κίνηση, τότε μπορεί στο μέλλον να μετανιώσεις.
Ι: Υπήρξε κάποια στιγμή που να έχετε μετανιώσει;
Δ: Δεν έχω μετανιώσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι μου λείπει η παλιά μου δουλειά. Το ομολογώ! Θα ήθελα να δουλεύω το πρωί και στην παλιά μου δουλειά και να έχω το βιβλιοπωλείο το απόγευμα. Μου λείπει γιατί είχε να κάνει με επιστήμη, με νέα δεδομένα, με την υγεία και την ιατρική, με έρευνα. Είχε πολύ ενδιαφέρον και δεν την έχω δαιμονοποιήσει. Η δουλειά του βιβλιοπωλείου δεν έχει να κάνει με επιστήμη, με την έννοια της έρευνας και της εξέλιξης. Εδώ, όμως, είναι κάτι δικό μου, που έχω βάλει την ψυχή μου, την προσωπικότητά μου. Επίσης, εδώ, έχω την ευκαιρία να συναντήσω ανθρώπους που δε θα συναντούσα αλλιώς. Ήρθε η Μάρω Δούκα και νομίζω ότι δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.
Ι: Πώς ήταν η πρώτη μέρα στο βιβλιοπωλείο; Πώς τη θυμάστε;
Δ: Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Από τη μια ο φόβος, η αγωνία, η ανασφάλεια, αλλά από την άλλη πάρα πολύ χαρά! Ήταν κάτι άγνωστο για μένα κι αυτό με φόβιζε.
Ι: Ο χώρος σας δεν είναι απλά ένας χώρος βιβλιοπωλείου. Τον έχετε μετατρέψει σε ένα πολιτιστικό κέντρο, όπου κάθε εβδομάδα παρουσιάζετε συγγραφείς και βιβλία, όχι μόνο για παιδιά, αλλά και για μεγάλους. Τελικά, πετύχατε αυτό που είχατε οραματιστεί; Έτσι το φανταζόσασταν;
Δ: Η αλήθεια είναι ότι όσοι έρχονται εδώ, αισθάνονται ότι δεν έρχονται απλά σε ένα βιβλιοπωλείο. Αυτό είναι κάτι που το νιώθω κι εγώ, αλλά και το βλέπω και στους υπόλοιπους. Νομίζω, λοιπόν, ότι ξεπέρασα τους στόχους μου. Δεν το περίμενα. Περίμενα ότι θα γίνει ένα πολύ καλό βιβλιοπωλείο, αλλά έχει φύγει πια από τα γνωστά πλαίσια ενός βιβλιοπωλείου. Σχεδόν κάθε βδομάδα έχουμε μια εκδήλωση, είτε για τα παιδιά είτε για τους ενήλικες, σε μια προσπάθεια να έρθουμε πιο κοντά με το βιβλίο, αλλά και τον συγγραφέα του. Θυμάμαι την πρώτη εκδήλωση που είχαμε εδώ, η αίθουσα είχε γεμίσει από παιδιά, υπήρχε πολύ κέφι και ζωντάνια, κι είχε φωτίσει όλος ο τόπος. Τότε σκέφτηκα ότι αυτό είναι ένα δώρο. Δώρο για μένα που το ζω και δώρο για τα παιδιά, που βλέπουν μπροστά τους τον συγγραφέα του βιβλίου που έχουν διαβάσει. Τα παιδιά παίρνουν ερεθίσματα, βλέπουν εικόνες, ακούνε ιστορίες, μαθαίνουν να κρίνουν και να δημιουργούν. Αυτό, λοιπόν, είναι Πολιτισμός. Το ίδιο γίνεται και με τους μεγάλους. Μπαίνει κόσμος μέσα, ο οποίος λαχταράει να ακούσει. Χαίρονται που στη γειτονιά τους μπορούν να παρακολουθούν τέτοιες εκδηλώσεις και δε χρειάζεται να πάνε στο κέντρο. Βέβαια, να πω εδώ ότι όλο αυτό για να στηθεί κρύβει πολλή δουλειά από πίσω. Πρέπει, λοιπόν, να το θέλει κάποιος και να έχει όρεξη να το κάνει.
Ι: Ποια ήταν η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτές τις εκδηλώσεις;
Δ: Απίστευτη! Νιώθω πολύ ευγνώμων για όλη αυτή την ανταπόκριση. Έρχεται κόσμος και μου λέει πώς τα πέρασε, ή άλλοι λυπούνται που δεν πρόλαβαν να έρθουν, υπάρχουν κι αυτοί που μου προτείνουν συγγραφείς για να έρθουν εδώ. Είναι κάτι που το δουλεύουμε όλοι μαζί κι αυτό είναι πολύ όμορφο.
Ι: Από μικρή, λοιπόν, βιβλιοφάγος ως και σήμερα. Αφήνετε στη μέση βιβλία;
Δ: Δεν είναι κάτι που μου αρέσει να κάνω. Αν έχω κλέψει, θα πρέπει να είναι μια – δυο φορές στη ζωή μου. Θεωρώ ότι ο συγγραφέας κάτι θέλει να πει. Για κάποιο λόγο το έγραψε. Του δίνω μια ευκαιρία, εκτός αν το βιβλίο είναι κακό. Μου έχει τύχει να παρατήσω κακό βιβλίο, κι ούτε στη βιβλιοθήκη μου δεν το ήθελα.
Ι: Πώς προτείνετε βιβλία;
Δ: Με την προσωπική μου αισθητική, δηλαδή με κάποια πράγματα που με τραβούν από την αρχή, και φυσικά διαβάζοντάς τα. Προσπαθώ να έχω διαβάσει το βιβλίο πριν το προτείνω. Αλλιώς, με βάση το ένστικτό μου. Ξέρω τον συγγραφέα, ξέρω τις εκδόσεις και υποθέτω ότι θα είναι καλό. Εννοείται ότι ενημερώνω ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Είμαι πολύ ειλικρινής. Γι΄αυτά που έχω διαβάσει, εξιστορώ την περίληψη κι όλο το συναίσθημα που δημιούργησε σε μένα.
Ι: Υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία;
Δ: Ναι.!Δε συμφωνώ με αυτούς που λένε να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο κι ας είναι κακό. Αν είναι να διαβάσει, να διαβάσει ένα και καλό. Είναι κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Και φυσικά δεν τη θέλω αυτή τη λογοτεχνία στην Αγράμπελη. Δεν πρόκειται να φέρω τέτοια βιβλία στα ράφια μου. Θα τα παραγγείλω αν κάποιος μου το ζητήσει, αλλά όχι για να μένουν εδώ.
Ι: Μπορεί το βιβλίο να αλλάξει τη ζωή ενός αναγνώστη;
Δ: Βέβαια. Σίγουρα έχει αλλάξει τη δικιά μου ζωή. Το όνομα του βιβλιοπωλείου δεν είναι τυχαίο. Αγράμπελη, ήταν το όνομα της ηρωίδας του Μενέλαου Λουντέμη στο” Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα”. Ήταν ένα από τα πιο κομβικά βιβλία της ζωής μου. Το θυμάμαι πάντα με πολύ δυνατή μνήμη. Και στην ουσία, δεν ήταν η Αγράμπελη που μου άρεσε, αλλά το πώς ο Μέλιος την αγάπησε. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας που με ενέπνευσε. Πάλευε για τα ιδανικά του, με αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Αυτό ήταν πολύ καθοριστικό για μένα. Μπορώ να γίνω τέτοιο άτομο, σκεφτόμουν; Ακέραιη, να μην δέχομαι κανέναν συμβιβασμό και καμία έκπτωση, και να παλεύω για τις ιδέες μου;
Ι: Γιατί, τελικά, θα συστήνατε τους αναγνώστες να προτιμούν τα μικρά βιβλιοπωλεία της γειτονιά τους;
Δ: Αρχικά να σας πω ότι, αν κάποιος θέλει να βρει ποικιλία και να μάθει όλους τους νέους τίτλους που κυκλοφορούν, σίγουρα θα πρέπει να πάει σε μια αλυσίδα βιβλιοπωλείων. Στο μικρό βιβλιοπωλείο δεν μπορείς να έχεις μεγάλη ποικιλία τίτλων ή εκδόσεων. Εδώ δε θα το βρεις. Κι επιπλέον, υπάρχει και η προσωπική αισθητική του κάθε βιβλιοπώλη, για το τι θα βάλει στο μαγαζί του. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να έρθει κάποιος στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς. Στην Αγράμπελη, για παράδειγμα θα του προτείνω βιβλία που έχω διαβάσει, που μου άρεσαν, κι όχι επειδή πρέπει να τα πουλήσω. Εγώ είμαι εδώ επειδή κάνω κάτι που θέλω και αγαπώ. Σε ένα μεγάλο κατάστημα ο καθένας μας έχει να κάνει με πωλητές. Αυτοί που δουλεύουν εκεί έχουν προσληφθεί για να πουλάνε, κι όχι επειδή αγαπούν το βιβλίο. Ως πωλητές μπορούν να πουλήσουν ο,τιδήποτε, άρα και βιβλία. Αυτός που αγαπάει το βιβλίο όμως, ξέρει να αναδείξει γιατί αυτό το βιβλίο είναι καλό ή γιατί όχι κάποιο άλλο. Επίσης, μετά από δυο χρόνια εδώ, γνωριζόμαστε μεταξύ μας και πια ξέρω τι θέλει ο καθένας. Είναι σαν να συστήνω στους φίλους μου τις επόμενες επιλογές τους. Είναι μια άλλη σχέση πια. Δενόμαστε με τους πελάτες. Με εμπιστεύονται κι έτσι κι εγώ κάνω το καλύτερο για να τους καλύψω. Κι όταν έρθει πίσω ένας πελάτης και μου λέει, “καλά αυτό τι φοβερό βιβλίο που ήτανε” είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για μένα. Νιώθω ότι έχω κάνει έναν άνθρωπο πιο χαρούμενο. Κι είναι απίστευτο το συναίσθημα αυτό! Άρα, υπάρχει και μια αλληλεπίδραση. Χαίρεται ο αναγνώστης, χαίρομαι κι εγώ διπλά!
Όση ώρα ήμασταν μαζί, πέρασε διάφορος κόσμος. Άλλος για να πει μια καλημέρα και να φύγει βιαστικά, άλλος για να πάρει κάτι, άλλος για να χαζέψει κι άλλος απλώς για να μιλήσει μαζί της. Κι αυτή είναι η μαγεία του μικρού βιβλιοπωλείου. Η ανθρωπιά του, η αλληλεπίδραση, η αλληλεγγύη και φυσικά η αγάπη. Όχι μόνο για το βιβλίο, αλλά και για τον άνθρωπο.
Και να, λοιπόν, γιατί αγαπώ το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου. Για τους ανθρώπους του!
Σε ευχαριστώ πολύ… συνταξιδιώτισσα, Δέσποινα!
Υ.Γ: Το βιβλιοπωλείο της Δέσποινας, το “Αγράμπελη Books” , θα το βρείτε στην οδό Ηλιουπόλεως 198 και Προύσσης, στον Υμηττό, ενώ περισσότερα, μπορείτε να δείτε στην ιστοσελίδα agrambelibooks.com